γλάρα

γλάρα
η [γλαρός]
1. γαλήνη, νηνεμία
2. τάση για ύπνο, νύστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλαριάζω — [γλάρα] έχω τάση για ύπνο, νυστάζω …   Dictionary of Greek

  • λάρα — η η γλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάρα < γλαρός (για ετυμολ. βλ. γλαρός)] …   Dictionary of Greek

  • γλαρομάτης — α, ικο αυτός που έχει γλαρά μάτια …   Dictionary of Greek

  • γλαρομάτης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει γλαρά, ζωηρά μάτια. 2. αυτός που έχει βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια: Μόλις με κοίταξε η γλαρομάτα έχασα το μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαρός — ή, ό ζωηρός, υγρός, γλυκός: Γλαρά μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”